- ἀπείθησε
- ἀ̱πείθησε , ἀπειθέωto be disobedientaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀπειθέωto be disobedientaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απειθώ — ησα, δεν υπακούω στις εντολές κάποιων ανώτερών μου: Ο μαθητής απείθησε στην εντολή του καθηγητή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)